- ετεροσχήμων
- ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.επίρρ...ἑτεροσχημόνως (Α)με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ-σχήμων, μεγαλο-σχήμων].
Dictionary of Greek. 2013.